- αμπελοτόπι
- το , αμπελότοπος ο место, занятое под виноградник, место, пригодное для виноградника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμπελοτόπι — το ο αμπελότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπελοτόπιον < ἄμπελος + τόπιον < τόπος] … Dictionary of Greek
αμπελότοπος — αμπελότοπος, ο και αμπελοτόπι, το τόπος κατάλληλος για φύτεμα αμπελιών: Οι καλύτεροι αμπελότοποι υπάρχουν στην Κρήτη και την Πελοπόννησο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)